(Υπερήλικο) κρέας προορισμένο για στρατιωτική χρήση. Εποχής πολέμου της Κορέας, στη χειρότερη περίπτωση.

- Πιάσε ρε κωλόψαρο το μαμούθ και δεσ' το στο τζιπάκι να τελειώνουμε!

Βλέπε και γκοτζίλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Ρύζι με κοτόπουλο, στην στρατιωτική αργκό («κινέζος» αντί «ρύζι», και «πούστης» αντί «κοτόπουλο» (με ορμόνες, να μεγαλώνει και το στήθος).

- Τι έχουμε σήμερα μάγειρα;
- Αστακό θερμιδώρ με μανιτάρια α λα κρεμ
(ΠΛΑΦ!)
- Όχι ρε φίλε, πάλι κινέζο με πούστη να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση απόλυτης μέθης.

- Πώς πήγε το ραντεβού χθες ρε;
- Άσε ρε, ήπια κάτι ληγμένες ρετσίνες πριν βγω και έγινα ντέφι πριν την ώρα μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ερωτική πράξη. Το λες όταν δεν θέλεις κάποιος να καταλάβει τι λες, παρόλο που είναι μπροστά.

Προφανώς ξεκίνησε από κάποιον υδραυλικό που, όταν αργούσε να πάει σπίτι του γιατί ξενοπηδούσε, έλεγε στη γυναίκα του:

- Είχα μπλέξει σε μια οικοδομή και σωλήνωνα όλο το απόγευμα.

Η γυναίκα του φυσικά δεν ρωτούσε τίποτ' άλλο, γιατί πίστευε ότι καταλάβαινε τι έκανε ο άντρας της: υδραυλικές εργασίες...

Πού χάθηκες χτες, ρε; Σωλήνωνες πάλι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Ολυμπιακός του Champions League.

Με ποιες ομάδες κληρώθηκε στο C.L ρε ο Πενταράς;

(από allivegp, 17/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.

- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...

Στου γιαλού τα πουτσαλάκια! (από Cunning Linguist, 19/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)

- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο έχων ως αντικείμενο το εμπόριο τσόντας, εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγές κτλ. Καταχρηστικά ονομάζουμε και τον κολλητό μας με μεγάλη συλλογή τσοντών, που αντιγράφει σε όλους.

- Μεγάλος τσοντέμπορας ο Τάκης. Μιλάμε κατεβάζει ίσα με 20 γκιγκαμπάιτς τσόντες την ημέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.

Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!

Μουνί capello (από panos1962, 06/11/09)(από Khan, 16/01/14)

Δες και καπέλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.

Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified