Στα καλιαρντά είναι ο σέξι πυροσβέστης από το χορχόρα που σημαίνει φωτιά και το τεκνό. Και δεδομένου ότι στη λέξη δεν υπάρχει πουθενά το σβήνω, αλλά μόνο το φωτιά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το χορχορότεκνο αν και θα έπρεπε να σβήνει τις φωτιές, μάλλον τις ανάβει. Ανάβεις φωτιές ανάβεις κι όλα τα καις, εγκλήματα κάνεις, αμαρτίες πολλές

Σε αφήνω τώρα γιατί έχω ραντεβού με ένα χορχορότεκνο που είναι και πολύ γκούρμπαντος! (Με τον τρόπο της Μαρίνας Ζέας).

Χορχορότεκνο- γκούρμπαντος

Βλ. και τεκνοχορχόρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

..επέρασεν. Όμως δεν ήγγισεν. Άρα απεβίωσε ο γείτων.

Ήτοι καμία σχέση, ούτε καν. Το περνάν από κοντά, απέχει παρασάγγας, οπότε δεν υφίσταται ουδεμία εγγύτητα, ουδεμία πιθανότητα και τέλος ουδεμία ελπίδα να επιτευχθεί ο εκάστοτε στόχος. Κλασική Χιώτικη λαϊκή έκφραση κι ως εκτουτού πάντοτε επίκαιρη, υπερπληθής ειρωνείας. Έρχεται ως απάντηση- αντίβαρο σε παρόλες, φανφαρονισμούς, λεονταρισμούς και έτερες βαρύγδουπες υπερβολές.

Περί της ειρωνικής διάστασης του εν λόγω βλ. σχ. συνώνυμα "εκεί που έχεσεν η Λέχου βγήκε η Τζούλη Βίκου", αλλά και τα γνωμικά που παραπέμπουν στο χέσιμο του κόσμου ολάκερου από ένα και μόνο έντομο που άρτι απέκτησε πρωκτόν. Δε 'α σηκωθούν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάgλ', ναούμ.

Έτερο περιφραστικό συνώνυμο "ο γάμος του καραγκιόζη".

Αντώνυμο το "κανεύ(γ)ω",[πιθανότατα εκ της κάνης- σημαδεύ(γ)ω και επιτυγχάνω τον στόχο μου] και μπόνους το πελοποννησιακό "κοτρώνω" (πιθανότατα εκ της κοτρόνας, καθότι οι πελοποννήσιοι είναι αρχαιότατοι μαχηταί, από την εποχή του λίθου, λέμε τώρα) δια τους ομιλούντας αμφοτέρους τις διαλέκτοι.

Πλάτων: Τι θα γίνει με κείνα τα λεφτά;
Γιώργος: Λυπούμαι για λογαριασμό σου.. εντροπή πλέον να με ταλαιπωρείς με προπέρσινα ζητήματα..ακόμα εκείνα τα χρήματα σκέφτεσαι; Δε σου ανήγγειλα εμπροθέσμως κι εγκύρως ότι διέγραψα μονομερώς το χρέος μου; Πάνε αυτά, ω Πλάτων, ξέχασέ τα! Αν παρ' ελπίδα έχεις τίποτα νωπό να διαπραγματευτούμε, είμαι όλος αυτιά.
Πλάτων: Από κοντά επέρασες Γιωργάκη... Δεν είναι ώρα για διαπραγματεύσεις αλλά για αποφάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.


Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω! Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Υποκοριστικό του παπάρι. Δεν πρόκειται όμως για το μικρό τσουτσούνι, την ψωλίνα ή το πουτσάκι, ούτε για ακαθορίστου ονομασίας αντικείμενο, το λεγόμενο μαραφέτι, αλλά για ακαθορίστου ονομασίας ενέργεια. Και αντίθετα απο τη χρησιμότητα που έχει το μαραφέτι, που μπορεί να είναι αναπόσταστο κομμάτι της καθημερινής διαβίωσης, το παπαρίκι χρησιμοποιείται κυρίως για ευτελείς σκοπούς, ή κοινώς μαλακίες.

Got a better definition? Add it!

Published

ο μπαφος,το χορτο στα ρωσικα

-Κώτσο θα παμε για κασιακ αυριο ρε μαλακα?

-Δεν μπορω ρε,εχω κανονισει

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση που συνήθως λέγεται για κάποιον που τον ζορίζει μια συγκεκριμένη κατάσταση,για κάποιον που είναι κολλημένος με κάτι,η για μια τελείως εξοργιστική κατάσταση.Άμα θέλουμε να δώσουμε έμφαση:(Να τραβάς τα αρχίδια σου με μέγιστη δύναμη)

Μαλάκα ο λουκάς τώρα που πήγε η βενζίνη 2.20 το λίτρο σίγουρα τραβάει τα αρχίδια του με τέτοια κατανάλωση που έχει το αμάξι του.

Ο αηδόνης τι κάνει ρε συ; Καιρό εχω να ακούσω νεα του.Αυτός; Ακόμα τραβάει τα αρχίδια του με εκείνη την τύπισσα που δεν τον γουστάρει.

Να σε έχει πιάσει επιτόπιο βάρβαρο χέσιμο και να αργεί και το ΚΤΕΛ 20 λεπτά.Να τραβάς τα αρχίδια σου με μέγιστη δύναμη η φάση...

Got a better definition? Add it!

Published

Το δέρμα που περιβάλλει το πέος και συνεκδοχικά το πέος, ιδίως κατά τον αυνανισμό. Βαράω πετσί σημαίνει αυνανίζομαι.

Το έχει κάνει το πετσί του σφεντόνα ο Χαράλαμπος.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα καλιαρντά είναι το νερό, ή γενικά το υγρό ή το ποτό, συχνά το αλκοολούχο ποτό, προερχόμενο από τη ρομανί (βλ. τη σχετική αναφορά του Πονηρόσκυλου για το πώς άλλαξε η αρχική ετυμολογία που είχε προτείνει ο Ηλίας Πετρόπουλος). Χρησιμεύει και ως συνθετικό για μια σειρά από άλλες λέξεις που έχουν σχέση με υγρά ή ποτά.

Αβέλω και ντέζι, μια λάτσα με παίζει, μα νάκα αβέλω μπερντέ, αβέλω μια μόλα και γίνομαι γκόλα, κι αρχίζω μεσίκ το κονέ. (Μπέττυ Βακαλίδου, Καλιαρντοσύνες).

Από το 2.28

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η διδασκαλία, ή ο δάσκαλος ή δασκάλα, επειδή ζαλίζουν τα τεκνά (<tikno = μικρό, μικροκαμωμένο στη ρομανί).

- Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή;

- Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα σχόλιο πού έγινε λήμμα

Μικρασιάτικο μαντζούνι (αν και δεν πινόταν) για την ωτίτιδα.

Την έφτιαχνε κι η γιαγιά μου. Έσκαβε στην αυλή ή σε χωράφι να βρει φωλιές από ποντίκια με νεογέννητα (που είναι ροζ ακόμα, με μαλακό δέρμα, και θυμίζουν μικροσκοπικά γουρουνάκια με τα δύο παράλληλα ρουθούνια), τα μάζευε και τα έβαζε σ' ένα εικοσιπενταράκι (μπουκαλάκι 25 δραμιών= 80 γρμ) με λάδι και τα έβαζε δίπλα στο καντήλι για καμιά 40ριά μέρες (έπαιζε και η «μαγική» σημασία των 40 ημερών, έπαιζε και το αγιωτικό του καντηλιού ) μέχρι που και με τη βοήθεια της ζέστης του καντηλιού έλιωναν και γίνονταν όλο μαζί ένας πολτός και ήταν γιατρικό για την ωτίτιδα με άριστα αποτελέσματα (ισχυρίζεται η μάνα μου). Λένε πως ερχόταν και της τηνε γυρεύανε να στάξουνε στα πονεμένα αυτάκια των παιδακιών.

Τί φάρμακα και γιατροί και αηδίες... Δεν του στάζεις λιγάκι ποντικαλοιφή να του περάσει μέχρι αύριο... το πουλάκι μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified