Ατάκα που απαντάει στην πρόποση «γεια μας», «βίβα» κτλ. Παίζει κυρίως σε ταβερνεία, αλλά και σε συμμαζώξεις φίλων, οι οποίοι βέβαια είναι παλαίουρες, εβδομήντα και. Μάγκικη έκφραση.

Κατά βάση ειναι περιπαικτικό, ίσως γιατί κάποιοι από αυτούς είχαν ασχοληθεί με προβατάκια, στο νεαρό της ηλικίας τους σαν τσομπανάκοι.

— Άντε γεια μας.
— Άντε, καλορίζικα τα πρόβατα.

(από χάβαλος, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλλοπρόσαλλος, επιπόλαιος, ασυνάρτητος τύπος.
Αυτός που κάνει πατάτες και μετά ξεφυσάει, όλο ουφ και ουφ.

Από το πατάτα + ουφ.

(Καμιά σχέση με το μπάρμπα στρούμφ)

Τι έγινε, γιαε... ξάνοιξε, ήντα παθε πάλι ο πατατούφ...

Πατατούφ θα πει... (από Khan, 25/03/11)

Μάλλον από μια παλιά παιδική σειρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμπόριο μούνων (λογοπαίγνιο με το δουλεμπόριο).

Διάλογος μεταξύ εφήβων:
- Τον είδες ρε, αυτός έχει τόσα μουνιά... για πάρτη του!!
- Σώπα ρε τι κάνει, μουνεμπόριο;
- Όχι ρε μαλάκα, έχει τα μπικικίνια!!

Ο μαχαραγιάς (από GATZMAN, 25/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που καταδεικνύει την αρκετά όμορφη γυναίκα, η οποία στη δεδομένη χρονική περίοδο είναι χωρίς συνοδό, αλλά δεν θέλει κανέναν.

Διαθέτει πολύ τουπέ και ύφος (ύφος χιλίων καρδιναλίων και βάλε).

Γενικά είναι απρόσιτη και υπεράνω (εξ ου και το -ντίβα).

Γύρω της οι άντρες την θαυμάζουν, αυτή όμως τους κοιτά σαν κουνούπια.

Άσε ρε φίλε, δνε παλεύεται με τίποτα σου λέω... είναι σολοντίβα.

από τα solo + diva

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εργάτης του μουνιού.
Λογοπαίγνιο με τον «μιναδόρο», εργάτη ορυχείου.

ιδιο με τον ορισμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοινωνικός και ευπροσήγορος, ο λίγο υπεράνω προς τους συναδέλφους και κολλητός του διευθυντάκου, κάτι δωράκια, φιλοφρονήσεις, γελάκια και γενικά γλύψιμο. Απώτερος σκοπός η κατάληψη μετά από καιρό της θέσης αυτού.

Να ο φίλος του λελέτη ...Α ναι, ρε τον μπαγαπόντο, αυτός πάει με τα μπούνια να κάνει τον διευθυντή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εμφάνιση και συμπεριφορά που καταδεικνύει αυτόν τον ορισμό, η οποία προκαλεί χλευασμό, ρεζίλεμα, απαξίωση από τους άλλους.

Τι ντύσιμο είναι τούτο, για τα πανηγύρια... τελείως σουργελέ.

από το σούργελο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανεμοθύελλα. Κρητική Διάλεκτος.

Ιντα γίνε, ... μα ίντα ανεμοτσάπουρο έπιασε ίδια δα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρελούτσικος, ο φευγάτος, αυτός που γυρνάει σα σβούρα, ο ανυπόμονος σε οτιδήποτε.

Κάτσε σε μια μεριά ρε τζιρανανά.

Ο Πρόεδρος της Μαδαγασκάρης Φιλιμπέρ Τσιρανανά. (από Khan, 22/03/11)Στο 1.11. (από Khan, 28/04/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified