Κατάφαση με έντονα εμφατική σημασία. Χρησιμοποιείται ως απάντηση-επιβεβαίωση προηγηθείσας δήλωσης.

Συνώνυμα της μη-σλανγκικής: πράγματι, όντως, σίγουρα, οπωσδήποτε, έτσι είναι.

  1. - Ο Νίκος είναι μεγάλο λαμόγιο.
    - Ξεκάθαρα.

  2. Δηλαδή εσείς θέλετε να πάμε Σαββατιάτικα να ακούσουμε live την Μποφίλιου; Δεν πάτε καλά, ξεκάθαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικά, πάρα πολύ.

Πωπω, πρέπει να κάνω την εργασία της Βιολογίας και βαριέμαι άθλια...

Got a better definition? Add it!

Published

Πιθανή προέλευση: Πύρρος, ο Βορειοηπειρώτης από το «Κωνσταντίνου και Ελένης», επεισόδιο 13 (Mad σπίτι), ο οποίος μιλούσε τα ελληνικά τσάτρα πάτρα και όταν είδε τον εαυτό του στο βίντεο όπου έκλεβε το σαλάμι από το σούπερ-μάρκετ, δήλωσε περιχαρής: «Έχω φωτοαγένεια! Ωραίο βγκαίνω.»

Στην καθημερινή ζωή ωστόσο έχει επικρατήσει η ετυμολογικά ορθή ερμηνεία από το φωτό + αγένεια, ή αλλιώς φωτογένεια με την πρωτοπορία του στερητικού α- στη μέση της λέξης, ήτοι το αντίθετο της φωτογένειας. Επομένως, έχω φωτοαγένεια παναπεί δε βγαίνω ωραίος στις φωτογραφίες. Συνήθως λέγεται από ανασφαλή θήλεα, σε μισοαστείο-μισοσοβαρό τόνο, διότι μετά όπως και δήποτε ακολουθεί κράξιμο από τις φιλενάδες, οπότε να μη χαλάσουμε και τις καρδιές μας!

(κοριτσοπαρέα)
Κορίτσι #1: Κοιτάχτε τι ωραίο τοπίο! Ελάτε να βγούμε όλες μαζί μια φωτογραφία!
Κορίτσι #2: Να πούμε στον κυριούλη να μας βγάλει;
Κορίτσι #3: Όχι, θα την τραβήξω εγώ, που έχω φωτοαγένεια.
Υπόλοιπα κορίτσια (όλα μαζί): Τι λες μωρέ, μια χαρά είσαι, πολύ ωραία βγαίνεις στις φωτογραφίες, και σ'εκείνη τη φωτογραφία που έχεις προφίλ στο φουμπού είσαι μια κούκλα, τι να πω κι εγώ που βγαίνω συνέχεια με κλειστά τα μάτια, άντε έλα τώρα να βγούμε όλες μαζί να έχουμε να θυμόμαστε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως «αλήθεια;» ή «α, ναι;»
Η σωστή ορθογραφία είναι «odws;», δεδομένου ότι χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα φοιτητοηλικίας και κάτω, που για κάποιο λόγο την έχουν δει ότι το ντ στα γκρίκλις γράφεται με d.

(στον προφορικό λόγο)
- Έχει το Όσα Παίρνει ο Άνεμος στην τηλεόραση.
- Όντως;
- Ναι, στο τέσσερα. Βάλε να το δούμε!

(στον γραπτό λόγο)
Maraki18: axaxaxa re m thn peftei o nikolas sto chat!
Lilian19: odws;
Maraki18: re nai!
Maraki18: katse na s deixw ti mou grafei

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηλαδής, «μπέρδεψα τη γλώσσα μου». Λέγεται απολογητικά μετά από λάθος εκ παραδρομής, στο οποίο μπερδεύονται οι λέξεις μεταξύ τους, μετατίθενται συλλαβές, ή άλλες αντίστοιχες πατάτες.

Συνώνυμο: «Λάθη είμαστε, ανθρώπους κάνουμε» (εκ του γνωστού ανεκδότου με τη λεμομένη παγωνάδα).

(Πραγματικό γεγονός)
- Πάμε στο νερό να πιούμε βρύση;
- Τι πράγμα;
- Τίποτα, γλώσσεψα τη μπέρδα μου. Λέω, πάμε στη βρύση να πιούμε νερό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified