Further tags

Η αρχοντική υψηλού κοινωνικού επιπέδου λεσβία. Σύγκρινε με αρχοντομούνα, αρχοντόπουστα.

  1. Οι αρχοντολεσβίες ακούγαν ελληνικά της Πρωτοψάλτη. Εγώ δεν είχα ακούσε ποτέ ελληνικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 118).
  2. Ελληνίδα χοντρή με τατουάζ, βυζάρες, κωλάρα, κυτταρίτιδα με ξυρισμένο το μαλλί στο πλαι (το κάνουν έτσι οι αρχοντολεσβίες). (Από το Μπου).
  3. αρχοντολεσβια πρεπει να ειναι αυτη. ηταν και στο τραξιον του μεγκα ολο με μηχανες και αυτοκινητα ασχολιοταν. (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Νεολογισμός που σημαίνει τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που αντιγράφουν την ετεροκανονικότητα των στρέιτ.

Ο ομοκανονικός τρόπος σκέψης, μερικές φορές, είναι ισάξια σπαστικός με τον ετεροκανονικό.(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Νεολογισμός που σημαίνει το φαινόμενο μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας να ζουν και να συμπεριφέρονται όπως οι ετεροκανονικοί στρέιτ, φτιάχνοντας οικογένειες, επιμένοντας στην ατομική ιδιοκτησία, ησυχία, τάξη και ασφάλεια, ως queer Παντελήδες νοικοqueerαίοι.

Ομοκανονικότητα και Ετεροκανονικότητα. Όψεις του ίδιου νομίσματος. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Βίγκαν λεσβία που παραπλανητικά ντύνεται ως φάσαια.Συνήθως ενταγμένη στα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς η στην ΚΝΕ.Συνήθως χρησιμοποιέιται ως κακό παράδειγμα απο καπόιον σαρανταπεντάρη οικογενειάρχη σε σεξιστικό παραληρημά η από εκλεγμένο βουλεύτη του κυβερνώντος κόμματος.

Εγώ δεν έχω θέμα με τις μπαχαλοσατανίστριες,αλλά θέλουν να επιβάλλουν την λεσβιακή βιγκανικότητα τους δια της βίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκομενομάνι ονομάζεται η συγκέντρωση πολλών κοριτσιών - γκόμενων (θηλ. γένους) με επίβουλες ιδέες προς το ισχυρό φύλον με σκοπό την αποκόμιση χρημάτων. Συνήθως ένα γκομενομάνι συναντάται σε πολυσύχναστους χώρους όπως μια καφετερια, ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα ή στο γνωστό Ευαγές Ίδρυμα.

Οι παρέες που απαρτίζουν το γκομενομάνι είναι απαραίτητο να αποτελούνται από τρείς η περισσότερες γκόμενες για να θεωρείται δίκαια η κατάληξη -μάνι, η οποία προσδίδει την ιδέα του πλήθους, στην έννοια γκομενομάνι.

Οι γκόμενες απαντώνται σε διάφορα είδη-μορφές ανάλογα με τον απώτερο σκοπό τους. Υπάρχουν οι ηδονικές , οι φεμινιστικές, οι εισοδηματικές και άλλες πολλές μορφές γύναιων που προσπαθούν για να πετύχουν το πλήρες φαλήρισμα του αντρικού πληθυσμού και γι'αυτό χαρακτηρίζονται από πανεπιστήμονες ως άκρως επικίνδυνες προς τα αρσενικά.

"Ρε φίλε, εγώ θα πέθαινα για να αφήσω τις πουτσοσταλίδες μου στην μουνίδα της καθε κοπελιάς που ανήκει σε αυτό το γκομενομάνι.

Got a better definition? Add it!

Published

νοματαίος, νοματαία

Το παλιό, βουκολικό (θυμίζει θυμάρι ντε), "νοματαίοι", επεκτείνεται πλέον σε ... άλλα μέρη, άλλους αριθμούς, άλλα γένη, άλλες έννοιες.
Κανονικά σημαίνει άνθρωποι, άτομα, πχ: Στο κτήμα του δουλεύουν πάνω από δέκα ~. Έχει να ταΐσει πέντε νοματαίους. (ΛΚΝ)
Όπως λέει και το λεξικό, χρησιμοποιείται στον πληθυντικό και στο αρσενικό, για "τα ανώνυμα, χωρίς ταυτότητα πρόσωπα: τα πρόσωπα που δύσκολα ξεχωρίζουν ή αποσπώνται από το πλήθος, παραμένοντας πάντα ένα με την κίνηση και τη φωνή του".

Μ' αυτόν τον παλιακό τρόπο κυκλοφορεί ακόμη, απρόσκοπτα και ευρύτατα: Από χείλη χιπχοπικά,

♪♫ Καθόλου φαντασία κι ουσία μες στους στίχους σας,
30 νοματαίοι η δύναμη του πλήθους σας,
Η διαφορά του στήθου σας γεμάτη σιλικόνη,
Την ώρα που εκκρίνουμε αγνή τεστοστερόνη
♪♫
(Goin'Through)

μέχρι και τριπχοπικά (εδώ), αλλά και σε κάπιταλ κοντρολ έκδοση:

Πέντε νοματαίοι και δεν μπορούμε να αποφασίσουμε όλο το μεσημέρι σε ποιο ΑΤΜ θα βγούμε το βράδυ. Α γαμηθείτε θα κάτσω σπίτι σας βαρέθηκα (εδώ)

Οι άλλες έννοιες τώρα:

Ι. Συνηθισμένη χρήση, αλλά στον ενικό αριθμό και για θηλυκό γένος (δες και παραδειγμ. ΙΙ, 4-5):

  1. Υπάρχει κάνας νοματαιος να μας φιλοξενήσει στην Μπρυζ? (εδώ)

  2. ρε Βαγγέλη τι την θες τη θωρακισμένη bmw των 750.000€? ενας νοματαίος έμεινες όλος κι όλος στο ΠΑΣΟΚ... πάρε κανένα μετρό ή λεωφορείο (εδώ)

  3. Ποιός είναι ο #spaliaras ρε παιδιά που έχει πάρει 4.000 νοματαίες;

ΙΙ. Με την έννοια του "έγινε καμπόσος, έγινε κάποιος".
Σχεδόν πάντα πάει μαζί με το ρ. κάνω (κάποιον) ή το ρ. γίνομαι:

  1. "Θα σας κάνω νοματαίους με 8.000 ευρώ το μήνα!*" (εδώ)
  2. Ο αντίπαλος κάνει τον αδύναμο διεκδικητή, νοματαίο... λένε στο χωριό μου (εδώ)
  3. -το ότι έχετε συμβάλει και σεις για να γίνει νοματαίος ο τηλε-πλασιέ σου έχει περάσει από το μυαλό; -ΕΚΑΝΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ ΜΟΥ (εδώ)
  4. Και πές μου τώρα, κάνουν ή δε κάνουν οι υπόλοιποι τα αδύνατα-δυνατά να γίνει νοματαία η Χ.Α;;; (εδώ)
  5. Επειδή η γκόμενα-κολαούζος ανδρών εξουσίας έχεσε το πληκτρολόγιο δε σημαίνει ότι θα την κάνω κ εγώ νοματαία. Αφάνεια..στην αφάνεια ρίχτε την (εδώ)

ΙΙΙ. Με θαυμαστική χροιά του στυλ, "τι κάνει ο τύπος/ το άτομο/ ο μαλάκας" (κέντησε εδώ ο vikar):

τι παιζει ρε ο νοματαιος??? στραμπουληξα τα δαχτυλα μου!!! Steve Vai http://www.youtube.com/watch?v=Y2CXA-DPYXk … (εδώ)
τι παιζει ρε ο νοματαιος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καλοβλαμμένος μικροαστός, ο μικροαστούλης, η κατάληξη -ακιας εν προκειμένω μάλλον θίγει ότι ο εν λόγω έχει συμπεριφορές ή νοοτροπίες ή λέει ατάκες που τις συνηθίζουν οι μικροαστοί. Ενώ το μικροαστός δηλαδή δηλώνει βασικά ότι κάποιος ανήκει πολιτικοκοινωνικά σε μια ορισμένη τάξη, το μικροαστάκιας δηλώνει περισσότερο συμπεριφορά/ νοοτροπία/ τρόπο εκφραστικής που μπορεί να έχει και κάποιος ανήκων σε άλλη τάξη. Η λέξη είναι παλιά, την βρίσκω στον Στρατή Τσίρκα, ενώ φέρεται να την έχει χρησιμοποιήσει και ο Νίκος Ζαχαριάδης.

  1. Τ'Ανθρωπάκι δούλευε διαφορετικά. Να η γραμμή, ιδού το φως. Το υλικό, δηλαδή τα γεγονότα και οι άνθρωποι, με τ' απρόοπτα και τις ιδιομορφίες τους, έπρεπε να πάρουν αυτό το δρόμο. Αν αντιστέκονταν, τα τσαλαπατούσε και τα παραμέριζε. Όσοι γυρεύανε να πεισθούν ή εκφράζανε δισταγμό ήταν μικροαστάκηδες, ύποπτοι. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962, σ. 235).
  2. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος «αντικαπιταλιστική πάλη» χρησιμοποιήθηκε από ευρωκομμουνιστές, νεοαριστερούς, και κάτι «μικροαστάκηδες και διανοουμενάκηδες», κατά την έκφραση του Ν. Ζαχαριάδη - τους ταιριάζει γάντι ο όρος «αντικαπιταλιστική», γιατί το «αντιιμπεριαλιστική» παραπέμπει ευθέως στον Λένιν και στην επανάσταση, στην ανάλυσή του για τον ιμπεριαλισμό, την εξάρτηση, τον αδύνατο κρίκο, το κόμμα νέου τύπου, την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον ΚΜΚ κ.ά. (Ρίζος).
  3. Τώρα τελευταία έχω ένα χοντρό πρόβλημα. Όταν αράζω στο καφενείο και κοπροτεμπελιάζω κοιτώντας σε ένα δυό σημεία για ξεκούραση, στραμπουλάω το δεξί μου αρχίδι και βαριέμαι να κατεβάσω και να αλλάξω σταβροπόδι. Σιγά μην γίνω και εγώ σαν όλους τους μικροαστάκηδες με μηχανή, αμάξι, δάνειο από τράπεζα να έχω κάποια δουλειά, κάποιο σπίτι να αράζω όσο θέλω και όπως θέλω και να πάνε όλοι οι μικροαστάκηδες να γαμιούναι. Και επειδή είμαι και ψαγμένος ταξικά, εγώ όλους αυτούς τους μικροαστάκηδες τους αποκαλώ υβριστικά προκομένους και θύματα του καπιταλισμού. Εγώ είμαι ένας ταξικός αρχιτεμπέλαρος και δεν μασάω με τίποτα.... αλλά ευτυχώς που υπάρχουν άλλοι στην οικογένεια και τα κάνουν άλα αυτά με υπερηφάνεια. Ανατροπέας Αρχιτεμπέλαρος (Ίντυ).
  4. Χαμίνι της Εκάλης, μικροαστάκιας, μεσοαστούλης, αλλοτριωμένος, εξουσιαζόμενος κτλ... (ΡΟΧΑΛΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕ "ΕΝΤΕΧΝΗ" ΚΑΡΑΚΙΤΣΑΤΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

γόνος, ουσ. εκ του γίγνομαι, γένεσης - δημιουργώ.

Ο γόνος είναι απόγονος αστικής οικογένειας με εμφανή οικονομική ευμάρεια και υψηλό επίπεδο διαβίωσης. Οδηγεί, ενδύεται και διάγει βίο πολυτελή αλλά συνάμα διακριτικό.

Ο γόνος συναντάται σε γνωστά στέκια όπου είναι εκεί πριν πας και αφού φύγεις για το επόμενο, όπου και εκεί θα τον ξαναδείς να έχει προσέλθει πριν από εσένα.

Ο όρος γόνος δεν πρέπει να μπερδεύεται με τον γυφτογύφτουλα ο οποίος ταιριάζει σε όλα πλην του ότι διατυμπανίζει πόσα πού και με ποιους ξοδεύει τα χρήματα του.

Ο γόνος παραγγέλνει την τρίτη Belvedere Magnum διακριτικά, πληρώνει διακριτικά και ευχαριστεί τον σερβιτόρο χωρίς τυμπανοκρουσίες. Απεχθάνεται το χρήμα στη φυσική του μορφή και για αυτό το ξεφορτώνεται σε μεγάλες ποσότητες.

Αγαπά το μπρι, την Grey Goose τα Frank Müller. Οδηγεί πολυτελές αυτοκίνητο 39.6lt W64 με ιπποδύναμη που παραπέμπει σε σταύλο Ρωμαϊκού αυτοκράτορα και με ελάχιστη κατανάλωση 87 lt/100km. Ξέρει αυτούς πού θα γνωρίσεις και είναι γνωστός με όλους όσους ξέρεις εσυ!

Υποκατηγορία γόνου πληροί όλες τις ανωτέρω προϋποθέσεις χωρίς ωστόσο την οικονομική επιφάνεια του δούκα του Westminster. Αυτός ο τύπος γόνου είναι ο λεγόμενος ετερόφωτος γόνος. Ο ετερόφωτος γόνος πηγαίνει σε κότερα για διακοπές και σε πολυτελείς επαύλεις για Σ/Κ. Ο ετερόφωτος γόνος δεν κλείνει ποτέ το φως.

-αγάπη παραγγέλνουμε τπτ να φάμε;
- τι θες;
- έφαγα χθες στο σκάφος του Βασίλη μαύρο μπακαλιάρο με τρούφα Βαϊμάρης και ριζότο πορτσίνι! Θες να πάρω και για ΄σένα;
- θα πάρω δυο τυλιχτά....

(από Khan, 13/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τον Ηλία Πετρόπουλο (Ο Κουραδοκόφτης), δύο αδόκιμες σημασίες του κομμουνιστή στα σέβεντηζ ήταν:

  1. Το αφεντικό που ήταν απλώς λίγο πιο ανθρώπινος και λιγότερο αδίστακτος από τους άλλους. Πρβλ. και άσε τα κομμουνιστικά.

  2. Το παλιό κατοστάρικο λόγω κόκκινου χρώματος.

- Νταξ, τον απέλυσε τον Μήτσο ο Καγιένογλου, αλλά τουλάχιστον του πλήρωσε την αποζημίωση.
- Του πλήρωσε την αποζημίωση; Βρε μπας και είναι κομμουνιστής;

(από perkins, 02/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified