αμφιγαμώ: γαμώ από κώλο και μουνί γυναίκα (ή όλες τις τρύπες), ή από στόμα και κώλο πούστη
[γαμάω στη μάπα - γαμώ στο στόμα δε σημαίνει μου παίρνουν πίπα,
ο γαμών (επιβήτορας) γαμάει κανονικά (με έντονη τριβή στην στοματική κοιλότητα) και βαθιά το στόμα του γαμώμενου,-ης
αμφιγαμώ: γαμώ από κώλο και μουνί γυναίκα (ή όλες τις τρύπες), ή από στόμα και κώλο πούστη
[γαμάω στη μάπα - γαμώ στο στόμα δε σημαίνει μου παίρνουν πίπα, ο γαμών (επιβήτορας) γαμάει κανονικά (με έντονη τριβή στην στοματική κοιλότητα) και βαθιά το στόμα του γαμώμενου,-ης