Θάψε το σενάριο 13: https://youtu.be/wYA9YRcSY3s?t=540
Got a better definition? Add it!
Για ενέργειες σκόπιμα λανθασμένες, που αποβλέπουν σε εξαπάτηση κάποιου.
ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΜΑΖΙ: ΣΕΖΟΝ 1, ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 9: https://youtu.be/xqpwABh34G8?t=506
Πηγή:
Got a better definition? Add it!
Μεγάλος Αναποφάσιστος Λαϊκός και Ανένταχτος Συνασπισμός
ΟΥΚ ΑΝ ΛΑΒΟΙΣ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΜΗ ΕΧΟΝΤΟΣ: ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 9: https://youtu.be/2lzOvKkCvvg?t=686
Got a better definition? Add it!
Συνώνυμο του ψωλαρπάχτρα.
Η φίλη μου η Λίτσα η σουρτούκω.
Got a better definition? Add it!
Πάμε γι' άλλα, όρος χαρτοπαικτικός. Όταν το φύλλο δεν είναι καλό, το "Αμόντε" δηλώνει την πρόθεση του παίκτη ή των παικτών που το λένε
- Ωρέ τι σκατόχερο έχεις αδερφέ μου, με γέμισες λιμά. - Και γω τα ίδια, τι νόμισες... - Αμόντε ρε! - Αντε, πάμε αμόντε!
να χαλαστεί το κόλπο (η χαρτωσιά) και να ξαναμοιραστεί φύλλο. Προέρχεται από την ιταλική ιδιωματική έκφραση a monte (στο βουνό) που σημαίνει ατύχησα, καταστράφηκα. Στα Επτάνησα δηλώνει συνήθως τη ματαιότητα, το ανώφελο ενός πράγματος ή κατάστασης.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για γυναίκα που κάνει παντρεύεται με ομοφυλόφιλο άντρα για να διατηρήσει για λόγους status την ψευδαίσθηση πως είναι ετεροφυλόφιλος
Είναι γνωστό πως ο Kanye είναι gay (ή έστω bi) και η Kim είναι γένια
Got a better definition? Add it!
Εκ του αγγλικού choke, πνίγομαι, ασφυκτιώ. Χρησιμοποιείτε όταν κάποιος κομπλάρει, κολλάει, κολώνει και δεν φέρει σε πέρας την (όποια) αποστολή του. Οφείλεται συνήθως σε ψυχολογικούς λόγους, φυσικά σε παθητική φωνή διότι το παθαίνεις.
Τσόκαρε ρε συ ο Μπάμπης, εκεί που χλάτσωνε για πλάκα τα τρίποντα δεν έβαλε τίποτα και γαμήθηκε η φάση, χάσαμε…
'Ηταν να την πέσει στην γκόμενα ο Λάκης αλλά τσόκαρε ο μαλάκας και πήρε τα αρχίδια μου (του)
Got a better definition? Add it!
Published
εεεεεεε μην είσαι Μ. Α. Λ. Α. Κ. Α. Σ
Μ. Α. Λ. Α. Κ. Α. Σ σημαίνει Μην Αλλάζεις Λάθη Αλάνθαστα Και Άρχισε Σκι
Got a better definition? Add it!
Published
Η προφανής κυριολεκτική σημασία του είναι οτι χαμηλώνω τη θερμοκρασία ενός ποτού προκειμένου να γίνει δροσερό, ρίπτοντας τεμάχια πάγου εντός του ή συντηρώ ενα τρόφιμο τοποθετώντας το σε επαφή με πάγο ή γενικότερα διατηρώ χαμηλή θερμοκρασία με τη χρήση πάγου.
Μεταφορικά χρησιμοποιείται με την έννοια :
Κόβω τη φόρα σε κάποιον, κόβω τον τσαμπουκά, αναχαιτίζω, τον ψαρώνω, τον τρομοκρατώ, επιπλήττω με σκοπό τον εκφοβισμό και την αποτροπή.
1.Ο εργοδηγός προς στον προϊστάμενο: -θα σου στείλω στο γραφείο τον καινούργιο, που μας ήρθε πολυ τσαμπουκαλεμένος. Βάλτου λιγο πάγο, να στανιάρει.
2. Μεταξύ δικηγόρων: -ο εισαγγελέας, για αρχή, δεν τον παρέπεμψε, μόνο πάγο του 'βαλε.
Got a better definition? Add it!