Όπα, μικρο λάθος στην ερμηνεία: ορκίζονται φαντάροι, τελειώνουν την θητεία τους, δεν βρίσκουν δουλειά, πεινάνε και, κοντρα σε κάθε λογική των υπολοίπων, επιστρέφουν στις παραλλαγές και ξανάορκίζονται.
Ουφ! Αυτό το σχόλιο ξεκίνησε Καβάλα και ήδη φτάνω Ξάνθη...
Εγώ το ήξερα και «επειδή πείνασα ορκίστηκα πάλι». Το «πάλι» κολλάει στο ότι πολλοί πάνε για εποπ ενώ είναι φαντάροι, λίγο μετά την ορκομωσία τους σαν στρατιώτες.
Ά ρε vikar... έμαθες τον κόσμο να πίνει μπύρα...
Άσχετο, το «εγκεφαλικό» είναι έτοιμο και ανεβαίνει οσονούπω.
Άσε φίλε, εδώ ο κόσμος καίγεται κι εμείς... (και τέλος παιδιά, ήσασταν υπέροχο κοινό, μακάρι να μπορούσα να σας πάρω μαζί μου στο σπίτι και τέτοια - jesus ραντεβού την προηγούμενη Τρίτη για μια επανάληψη της φάσης)
Το ερπυστριοφόρο αυτό όχημα είναι τύπου ΤΟΜΠ = Τεθωρακισμένο Όχημα Μεταφοράς Προσωπικού. Το M-113 δεν είναι το μόνο αλλά σίγουρα είναι το πιο κοινό ΤΟΜΠ του ελληνικού στρατού.
Λέγεται «παπάκι» από τους υπηρετούντες σε όλα τα όπλα στα οποία λειτουργεί επιχειρησιακά, όχι μόνο στα τεθωρακισμένα. M113 υπάρχουν κυρίως στο πεζικό, τα ΤΘ, το πυροβολικό αλλά και παντού, άλλωστε έχουμε αγοράσει πολλές εκατοντάδες (όταν η υπόλοιπη Ευρώπη έδινε τα χέρια η Ελλάδα είχε επιθετικούς γείτονες - βέβαια καλοί μαλάκες κι εμείς).
Από την Βικιπαίδεια:> Ονοματολογία
Σε διάφορες κουλτούρες, η κάνναβη είναι επίσης γνωστή και ως λεμόνι, κασέρι, τυρί, ντάχα, μαύρο (αν και συνήθως έτσι καλείται το χασίς), βρομά (το μαύρο στα ανάποδα), οξυγόνο, φούντα, νταφού (η φούντα ανάποδα), φού, τσούρου, πράσο, φορφόλι, τζόϊν (απο το αγγλικό joint), φώξεν, λαλάκι γρασίδι, χόρτο, ντούρου, τσουρί, ντουντού, σμπιγδάνι, ντουμάνι, μπουρούχα (χαμηλής ποιότητας κάνναβη όπως το αλβανικό). Στην Τρίπολη είναι επίσης γνωστό και ως πορτατίφ, λαμπατέρ, φαίος, μπέκος, ρο, ντι βι ντι.
Με τον όρο μπάφος ή μπαφιλίκι εννοείται το τσιγάρο που στρίβεται με κάνναβη και καπνό. Χρησιμοποιείται και ο όρος φακός. Το τσιγάρο που δεν περιέχει καπνό, παρά μόνο κάνναβη, ονομάζεται πιούρ (απο το αγγλικό pure).
Τα ακατέργαστα φύλλα της κάνναβης, χωρίς τον ανθό, είναι γνωστά ως μαριχουάνα. Επίσης ονομασίες συνθετικών φυτών κάναββης (skunk) προέρχονται από την εμφάνιση του φυτού, καθώς και από τον τρόπο επίδρασης και το χρώμα η ακόμα και την οσμή του καρπού. (γνωστός ως παπάς ή παπάδι). (Το παρόν έχει παρατεθεί και στο λήμμα λεμόνι.)
Πάλι ξέχασες την λέξη ασφαλείας σου;
Και το «κάτσε καλάαα...» που λέγεται και προς άψυχα (που φεύγουν στιγμιαία από τον έλεγχό μας, π.χ. ένα μπουκάλι που πάει να πέσει και το πιάνουμε αγχωμένοι την τελευταία στιγμή). Να τα ανεβάσω, μετράνε;
Thanks. Και φυσικά άλλο τραβάω απ’ τα μαλλιά και άλλο βαράω στ' αυτιά. Έτσι, να διορθώσω κάποιον και σήμερα...
Καλά κάνεις που μου λες, δεν ήμουν σίγουρος. Ρε Vrastaman έχω εντελώς έτοιμο τον ορισμό για την «βαλέρ», κολλάει; Το κακό είναι ότι το δούλευα αρκετή ώρα αλλά τώρα κώλωσα λίγο μπας και το τραβάω απ’ τ’ αυτιά. Για πες την γνώμη σου!
Γαμάτη χρήση του λήμματος εδώ (προσοχή: απομακρύνατε συζύγους και εργοδότες από την οθόνη).
Ok, άκυρο αυτό περί φωτογραφίας που κατέβηκε, το φίλτρο στην δουλειά την έκοψε και νόμισα ότι εξαφανίστηκε.
Μα, συγγνώμη κιόλας, αλλά δεν είναι αυτή η πλέον καθιερωμένη χρήση του λήμματος!
(Μου βγήκε τ’ όνομα ε; Η αλήθεια είναι ότι ήμουν έτοιμος να γράψω σχόλιο, επομένως μ’ έπιασες. Πάντως, προς υπεράσπιση των απόψεών μου να πω ότι είμαι ο καλύτερος στο Counter-Strike από όλους σας :-P Ας πούμε ότι θα προσπαθήσω να μειώσω το διορθωτικό attitude κατά μερικά κλικ.)
Για το συγκεκριμένο, βλ. τη βγάζω καθαρή και τα εκεί σχόλια.
κνάσο είσαι καλλιτέχνης. Από τους καλούς. Μες είσαι μοναδική γυναίκα («ακολουθα το φως»; ο πρωην φαντάρος σου αποτίει σεβασμό).