Ακούγεται σαν φάρμακο, αλλά προέρχεται από το κλάνω μέντες και σημαίνει παίρνω μεγάλη τρομάρα.

- Καλά, η Γιούλα φοβάται τα αεροπλάνα;
- Ναι ρε! Κάθε φορά που πετάει πίνει Κλαζμεντέν απ' το μπουκάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Τζίμο

Συνώνυμο: Χεζμεντέν (απο το χέζω μέντες)

#2
vikar

Δές και κλασμεντέν.