Το και καλά παραδοσιακό προϊόν, που μόνο στόχο έχει να βοηθήσει τον πωλητή του να μας θωπεύσει στον πρωκτό.

Εκ του τουρκικού παρά (=χρήματα) και του δίδω. Προφέρεται με μικρή παύση ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο συνθετικό.

- Να παραγγείλουμε και «πατάτες της γιαγιάς»;
- 6,50 ευρώ η μερίδα; Παρα-δωσιακές με φαίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified