Δώρο που σου φέρνουν συγγενείς ή μη στενοί φίλοι οι οποίοι δεν γνωρίζουν τα γούστα σου και γι’ αυτό τα δώρα τους σου προκαλούν ελαφριά τάση προς εμετό. Οι δωραηδίες μπορούν είτε να καταχωνιαστούν σε σκοτεινά, αραχνιασμένα ντουλάπια ή ν’ ανακυκλωθούν, σε περίπτωση βέβαια που δεν σας μέλλει ιδιαίτερα να καταστρέψετε μια σχέση κάνοντας ένα τέτοιο δώρο. Δωραηδιάζω. Από το βιβλίο: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007.

«Αχ τι ωραίο… απαυτό!» δωραηδίασε ο Ανδρόνικος, καθώς η κουνιάδα του τού έδινε ένα πρες παπιέ στολισμένο με βοτσαλάκια, πλαστική γοργόνα και κοχυλάκια, συν (χρυσή) θήκη για στυλό, συν τασάκι.

Got a better definition? Add it!

Published

#1
iron

τώρα τι μαλακία έχει πιάσει ποιον και μηδενίζει πάλι;