Αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός μεσαίας ισχύος, εκφοβιστικού χαρακτήρα. Αποτελεί κωδική έκφραση του κόσμου της νύχτας και του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν χρησιμοποιείται από ομάδες πολιτικής βίας, οι οποίες προτιμούν άλλες εκφράσεις, όπως πχ καλάθι.

Προέρχεται από το δέσιμο των εννοιών: επίσκεψη, πακέτο, δωράκι, να γλυκάνει, να μαλακώσει, να σκονιστεί.

Ο ειδικός στην παρασκευή των «λουκουμιών», λέγεται λουκουματζής.

Oι αρχές συνέλαβαν τον περίφημο «Λουκουματζή», έναν αλλοδαπό ονόματι Ιβάνωφ Ντεγιάν, παρέα με έναν δεύτερο επίσης αλλοδαπό, να μεταφέρουν μεγάλη ποσότητα εκρηκτικής ύλης. Στόχος ήταν ένας ντόπιος επιχειρηματίας. Ο Ιβάνωφ Ντεγιάν ήταν γνωστός στις αρχές ως ειδικός στα «λουκούμια», δηλαδή τα εκρηκτικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Αποκτά νέα διάσταση το το λουκούμι στον κύριο

#2
xalikoutis

ποινικό - πολιτικό 1-0
τά σπασε baznr

#3
HODJAS

Απλά παρφέ !

#4
GATZMAN

unpaictable

#5
poniroskylo

Σωστός.

Ψάχνοντας στο google βλέπω ότι στην Κάλυμνο παραδοσιακά αποκαλούν λουκούμια τα Πασχαλινά βαρελότα.