Όρος που χρησιμοποιείται με ειδική σημασία στην Προεδρική Φρουρά, και αναφέρεται στον Εύζωνα που είναι επιρρεπής σε λάθη.

Υπονοεί πως ο Εύζωνας έχει γράσο στα τσαρούχια του και γλιστρούν. Πολύ συχνά ακούγεται και η παράφραση «Γρασσσσσς» (με τραβηγμένο το τελικό σίγμα), κυρίως διότι δίνει έμφαση, δίχως να ακούγεται πολύ δυνατά (διακριτικότητα). Άλλες παρόμοιες λέξεις είναι ο γρασούλης, και ως πρώτο συνθετικό (π.χ. Γρασο-δεκανέας).

  • Εύζωνας που πάει να χάσει την ισορροπία του *
  • Κοίτα ρε ένα γράσο της 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified