Χέσιμο.

— Φίλε, κλάνω βρωμερά.
— Κατάλαβα, πας για γεννητούρια κατευθείαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

#2
Mr. Cadmus

Και γεννάω = αφοδεύω, (κν.) χέζω. Διάολε, γιατί λείπει;

#3
HODJAS

Σχετική ευχή προς αφοδεύοντα: Άντε, μ' ένα πόνο να βγεί!