Χέσιμο.
— Φίλε, κλάνω βρωμερά.
— Κατάλαβα, πας για γεννητούρια κατευθείαν.
Χέσιμο.
— Φίλε, κλάνω βρωμερά.
— Κατάλαβα, πας για γεννητούρια κατευθείαν.
Ευφημισμοί της τουαλέτας: Άη Γιώργης, ακράτητος, αποχωρητίζομαι, αρμέγω τη μονορώγα, αρμέγω τη σαύρα, βγάζω το φίδι από την τρύπα, βγαίνω, γεννητούρια, γραμμάτιο, είμαι ευάλωτος, θηρίο, θρόνος, καθαρίζω, κάθομαι, καλλιόπη, κάλπη, κουβέντα με το δήμαρχο, μέρος, μετράω χάντρες, μου χτύπησε βαλβίδα, μπαταριά, νούμερο δύο, πάω να αδειάσω τη βάρκα, πίπιρουμ, ρίχνω μια ψήφο, ρίχνω τον οβολό μου, σκοράρω, στέλνω φαξ / φαξάκι, συνάντηση με τον πρόεδρο, σύσκεψη, χαιρετάω τον ξάδερφο, χοντρό / κάνω το χοντρό μου, ψιλό / κάνω το ψιλό μου.
Got a better definition? Add it!
3 comments
Khan
Πρβλ. γεννητούρι
Mr. Cadmus
Και γεννάω = αφοδεύω, (κν.) χέζω. Διάολε, γιατί λείπει;
HODJAS
Σχετική ευχή προς αφοδεύοντα: Άντε, μ' ένα πόνο να βγεί!