Είναι το μηχανάκι ή μηχανή, κυρίως με δίχρονο κινητήρα, ο οποίος είναι κατασκευασμένος έτσι ώστε από κάποιες στροφές και μετά να ροπιάζει απότομα. Το διάγραμμα ροπής συναρτήσει των στροφών του κινητήρα, δηλαδή, παρουσιάζει σκαλοπάτι (ευχαριστώ τα Δ.Π. και τον jesus για τα τεχνικά).

Εκτός του κινητήρα -που γαμεί- το υπόλοιπο μηχανάκι έχει τα απολύτως βασικά. Δυο ρόδες, ένα τιμόνι, τεπόζιτο και μανιβέλα.

Ο χειρισμός του ξερού απαιτεί μπαλετικές κινήσεις, ψυχραιμία πιλότου, μάτι αετού και χέρι χειρούργου.

Για να μάθεις να το βάζεις μπροστά θέλεις ιδιαίτερα από βετεράνο.

Η συντήρηση του απαιτεί από τον «πιλότο» να λαδώνει νυχάκι κάθε μέρα και νά 'χει και κολλητό το μάστορα.

Είναι ξερό, ξερό, κατάξερο. Τι άλλο να γράψω.

Γαμεί να τό 'χεις:

  • αν είσαι τσομπάνος,
  • κυψελιώτης,
  • ληστής.

    Πολλά ευχαριστώ στο φίλο και σύσλαγκο beth.

- Ρε μαλάκα πάμε για μπούκα;
- Όχημα;
- Ε, να φάμε κάνα ξερό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ΨειροΒανταλιά

σύντομα πρέπει να ανεβάσω και τη δεύτερη σημασία του λήμματος ξερό.
εκτός αν θέλει να το κάνει ο μπέθ

#2
beth

την εχω στα σκαρια την αλλη εννοια του 'ξερου' θελει καποια δουλεια βλεπεις δεν παιξε γελασε!

#3
Khan

Ιδίως η τελευταία παράγραφος γάμησε!

#4
johnblack

Μια ένσταση: πλέον και τα αμιγώς ξερά, αγωνιστικά χωμάτινα μηχανάκια, ειναι τετράχρονα. Η διχρονίλα όσο πάει και εκλείπει.. Διχρονίλες που άφησαν εποχή ήταν τα Honda CR. έβγαιναν σε 250 και 500. Το πεντακοσάρι ήταν κτήνος απ' τα λίγα, έπρεπε να το ξεκινήσεις το λιγότερο με τρίτη, αν ήταν να μη σε φέρει καπάκι...

#5
Lavrentis_Bazoeira

Ξερό ονομάζεται εκ της αρχικής δίχρονης έκδοσης με ξηρό κάρτερ (δοχείο λαδιού άνευ ελαίου). Η λίπανση του κινητήρα επιτυγχάνεται με την πρόσμιξη ελαίου μετά του καυσίμου. Το χαρακτηριστικό της λειτουργίας ενός δίχρονου κινητήρα είναι έντονος θόρυβος και παρουσία έντονου μπλε καπνού στην εξάτμιση (η ταυτόχρονη παρουσία των παραπάνω φαινομένων είναι η λεγόμενη ''διχρονίλα΄΄. Για περισσότερες πληροφορίες παρακολουθήστε παλαιές ταινίες όπως Ρόδα Τσόντα και κοπάνα, Ο Παπασούζας κ.α.