Αντίστοιχο με το την σακουλεύτηκα / σακουλεύομαι.

Το αν το «την τσουβαλεύτηκα» και «την σακουλεύτηκα» έχουν εντελώς ταυτόσημες ή λίγο διαφορετικές έννοιες είναι λίγο διφορούμενο. Ρεμπετολάγνοι γλωσσολόγοι έχουν εντρυφήσει πάνω στο θέμα εδώ και εκείκαι μάλλον επικρατεί η άποψη πως το «την τσουβαλεύτηκα» σημαίνει πως την «κατάλαβα» την δουλειά, ενώ το «την σακουλεύτηκα» πως την διαισθάνομαι-ψυλλιάζομαιι (λίγο πιο αόριστο δηλαδή), πράγμα που ακούγεται και αρκετά λογικό, αν αναλογιστούμε το μέγεθος του τσουβαλιού και της σακούλας (όσο να 'ναι το τσουβάλι χωράει περισσότερη «γνώση»).

Γεγονός είναι πάντως πως το «σακουλεύομαι» χρησιμοποιείται αρκετά ακόμα και στις μέρες μας, ενώ το «τσουβαλεύομαι» όχι (ίσως να είναι και λίγο κακόηχη σαν λέξη).

Πάντως το καθήκον μου να καταγράψω μια λέξη που τείνει να εξαφανιστεί, το έκανα.

Βαμβακάρης, «Κολπατζού»:

«...Κι αφού με σακουλεύεσαι τι θες να 'σαι μαζί μου,
κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου.
Κι αφού δεν τσουβαλιάζεσαι άλλον να βρεις μικρή μου,
κι αφού με σακουλεύεσαι τι θες να 'σαι μαζί μου...»

Α. Νικολαΐδης, «Την ζούλα μου ανακάλυψαν»:

«Δυο και δυο και άλλα δυο και δυο κ οχτώ δεκάξι
πρέπει να την σακουλευτείς / τσουβαλιαστείς μάγκα δεν είσαι εντάξει». (Στο 1ο και 3ο ρεφρέν λέει σακουλευτείς και στο 2ο τσουβαλιαστείς, άκου στο μήδι).

άλα της ο Απόστολας... (από euripidisk, 07/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
ο αυτοκτονημενος

αυτο μαλιστα

#2
euripidisk

δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς εννοείς, αλλά μάλλον για καλό φαίνεται... οπότες γράθιας :)