Κρεμαντζόλι - κρεματζόλι: Οποιοδήποτε αντικείμενο ακαθορίστου προελεύσεως, χρησιμότητας, σημασίας, λειτουργικότητας και σκοπού ύπαρξης (ή γενικά κάτι που εγώ δεν γνωρίζω τι είναι), το οποίο έχει χαρακτηριστικά κάθετη φορά (κοινώς κρέμεται) και υφίσταται συνήθως στο σώμα κάποιου-ας σαν αξεσουάρ και καλά, στην ένδυση του-ης ή οπουδήποτε αλλού.
Βλέπει η γιαγιά του Μιχάλη τον εγγονό της να φοράει hands-free: «Τι 'ναι παιδάκι μ' αυτό το κρεμαντζόλι στο κεφάλι σου;»
8 comments
Galadriel
Κρεματζώλι από το κρέμομαι. Γιατί -τζώλι κι όχι -τζόλι;
GATZMAN
βλ. και λήμμα κρεμαντζόλια
vikar
Συγχωνεύτηκαν. (συμπούρπ...)
ο αυτοκτονημενος
και κρεμαντζουλια αυτα που κρεμοντε χωρις να ξερεις τι ειναι
GATZMAN
κρέμα τζούλια, είπες;
ο αυτοκτονημενος
ολα τα βλεπεις μπαγασακο γκαζμανακο
Galadriel
Καλώς τον αυτοκτό, τι πρόγραμμα βρήκες βρε θηρίο και τα γράφεις κανονικά τα ρήματα; κανόνισε μην τα πάρεις πάλι στην κράνα, εννοώ γράφεις ορθογραφημένα και αυτό είναι να το καμαρώνει κανείς :)
ο αυτοκτονημενος
πάλι με ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΕΤΑΙ μπαγασιναμ εσύ
αλά σε έχω αδυναμία ο καψερός
μουτσ ματσ μουτσ (σταυρωτά και σιονικά)