Κρεμαντζόλι - κρεματζόλι: Οποιοδήποτε αντικείμενο ακαθορίστου προελεύσεως, χρησιμότητας, σημασίας, λειτουργικότητας και σκοπού ύπαρξης (ή γενικά κάτι που εγώ δεν γνωρίζω τι είναι), το οποίο έχει χαρακτηριστικά κάθετη φορά (κοινώς κρέμεται) και υφίσταται συνήθως στο σώμα κάποιου-ας σαν αξεσουάρ και καλά, στην ένδυση του-ης ή οπουδήποτε αλλού.

Βλέπει η γιαγιά του Μιχάλη τον εγγονό της να φοράει hands-free: «Τι 'ναι παιδάκι μ' αυτό το κρεμαντζόλι στο κεφάλι σου;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Galadriel

Κρεματζώλι από το κρέμομαι. Γιατί -τζώλι κι όχι -τζόλι;

#2
GATZMAN

βλ. και λήμμα κρεμαντζόλια

#3
vikar

Συγχωνεύτηκαν. (συμπούρπ...)

#4
ο αυτοκτονημενος

και κρεμαντζουλια αυτα που κρεμοντε χωρις να ξερεις τι ειναι

#5
GATZMAN

κρέμα τζούλια, είπες;

#6
ο αυτοκτονημενος

ολα τα βλεπεις μπαγασακο γκαζμανακο

#7
Galadriel

Καλώς τον αυτοκτό, τι πρόγραμμα βρήκες βρε θηρίο και τα γράφεις κανονικά τα ρήματα; κανόνισε μην τα πάρεις πάλι στην κράνα, εννοώ γράφεις ορθογραφημένα και αυτό είναι να το καμαρώνει κανείς :)

#8
ο αυτοκτονημενος

πάλι με ΕΠΕΞΕΡΓΑΖΕΤΑΙ μπαγασιναμ εσύ
αλά σε έχω αδυναμία ο καψερός
μουτσ ματσ μουτσ (σταυρωτά και σιονικά)