Μπασκετικός όρος που υποδηλώνει την επίτευξη 100 πόντων από μία ομάδα. Απαντά και στην ενεργητική (έβαλε κατοστάρα) και στην παθητική (έφαγε κατοστάρα) φωνή.

Μεταφορικά υποδηλώνει επίσης και την μεγάλη νίκη (ή ήττα) σε κάθε μορφής παιχνίδι.

  1. - Τι έγινε χθες τελικά;
    - Κατοστάρα μαλάκα! Τους σκίσαμε!

  2. - Πόσο χάσαμε;
    - Άσ' τα, κατοστάρα φάγαμε...

  3. Κατοστάρα κόντρα στον [βάλτε εδώ την ομάδα που μισείτε] ο [βάλτε εδώ την ομάδα σας].
    (για να μην μας πάρουν με τις πέτρες αν δώσουμε συγκεκριμένο παράδειγμα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
patsis

Για τον φανταρικό μικρόκοσμο βλ. και σπάω (την) κατοστάρα.