Το κάρφωμα, η μη επαρκής συγκάλυψη μιας πράξης.

Όπως την κοιτάγαμε σα λιγούρια, λογικό ήταν να γίνουμε χου.

Συνώνυμο: κάρτα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vikar

Απο πού βγαίνει αυτό;...

#2
jesus

δεν έχω ιδέα, αλλά παίζει πολύ στην πάτρα στάνταρ. κ χουίτης αυτός που είναι χου, κ γενικότερα αυτός που κάνει μαλακιούλες.
το θάψιμο στη βαθμολογία, κλασσικά απαράδεκτο.

#3
vikar

Ρε μήπως είναι αγγλιά απ' το who;...

#4
jesus

έχει παίξει η αντίστοιχη μαλακιούλα στο σκάυπ με φίλο που γράφει γκρήκλις μαζί με τα ευκόλως συνεπαγόμενα who is χου κτλ, αλλά δε νομίζω.
επειδή το άκουσα πρώτη φορά από λιωμένο μπαφάκια, μάλλον από τέτοια φάση θα ξεκίνησε κ αν είναι όντως έτσι, λογικά θα είναι «ονοματοποιεία», που λένε κ τα γαλλάκια.

#5
Fotis Nitsiopoulos

κατά τη γνώμη μου βγαίνει από το Χ πάνω δεξιά στα windows, από το Χ που σημαίνει διαγραφή, βάζω χου σε κάποιον και μετά πήρε τη τωρινή του σημασία

#6
vikar

Βρέ, αυτό δέν τό 'χα σκεφτεί, σωστός. Και το χί μ' αυτήν τη σημασία προϋπήρχε βέβαια των γουίντοουζ.

#7
jesus

δεν βλέπω σύνδεση ανάμεσα στο «καρφώνομαι» κ το βάζω χι.

#8
vikar

Έ, εντάξει, σε φάση, πάς να κάνεις κάτι αλλα καρφώνεσαι οπότε και αναιρείται, παίρνει χί η προσπάθεια.

#9
jesus

1ον ακραίο μου φαίνεται, κ δεύτερον δεν θα επιζούσε κ η ατάκα «δίνω/τρώω/κτλ χού»; με το χι υπάρχει, με χου όχι. κ νομίζω την ατάκα την πέτυχα στην πάτρα όταν άρχισε να χρησιμοποιείται, οπότε θα έπρεπε να υφίσταται ως φράση κ με την αρχική της σημασία, τουλάστιχον για κάποιο καιρό. νο;

#10
Fotis Nitsiopoulos

με το καρφώνομαι συμφωνώ, δεν παίζει να έχει σχέση, αλλά με το βάζω χου σε κάποιον υπό την έννοια τον βγάζω από τη ζωή μου, μπορεί και να, μπορεί και να...

#11
Επισκέπτης

auto pou exw akousei einai oti «kapoios/kati einai xou» dld karfwnetai, kanei mpam gia kati...