Η πηδιά (θηλ.).

Ο πήδος (όχι όμως αυτός), δηλαδή ένα βήμα, άντε ένα και κάτι, τόσο όσο αν πηδήξουμε λίγο αντί να περπατήσουμε απλά.

Μανώλης Λιδάκης: Τα Μέγαρα μετά μια πηδιά είναι η Αρκαδία... από δω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified