Λέξη τουρκοαραβικής πρεοελεύσεως [< τουρκική kitap < αραβική كتاب (kitāb, ιερό βιβλίο)], που σημαίνει το πρόχειρο βιβλίο στο οποίο κρατάμε σημειώσεις. Μεταφορικά μπορεί να χρησιμοποιηθεί με τόνο σαρκασμού από έναν υποχθόνιο και βρωμερό άνθρωπο, ο οποίος φακελώνει τους άλλους στα κιτάπια του μυαλού του.

- Πόσα χρωστάω μωρή μπακαλόγατα;
- Κάτσε μαγκάιβερ μου ν' ανοίξω τα κιτάπια μου... 47 Ευρώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
klitemnistra

μικρη διορθωση: كتاب δεν θα πει ιερο βιβλιο αλλα σκετα βιβλιο, βασει μιας τυπικης ουσιαστικοποιησης στα αραβικα: κανοντας μακρο άλεφ το μεσαιο φωνηεων της τριγραμματης ριζας k-t-b/كتب.