Η λέξη , προέρχεται από το ουσιαστικό τσουτσού και την χαρακτηριστική κατάληξη -άδα , η οποία συναντάται κυρίως σε ονόματα ροφημάτων, όπως πορτοκαλάδα , λεμονάδα , κλπ.

Τις περισσότερες φορές πηγαίνει με το ρήμα κερνώ.

Χρησιμοποιείται:
1. Απλά ως ευφυολόγημα, όταν δεν έχεις τι στον πούτσο να πεις και θες να το παίξεις γαμιάς της γειτονιάς (παραδείγματα 1, 2).
2. Ως ισοδύναμο των φράσεων «παίρνω τον πούλο , τον ήπια , την γαμίσαμε , την πουτσίσαμε ... (παράδειγμα 3).

  1. - Πω ρε φίλε , μ' αυτο το Albanin Haze που ήπιαμε έχει στεγνώσει το στόμα μου...
    - Θες να σε κεράσω μια τσουτσουνάδα να ξεδιψάσεις;

  2. - Ρε πστ , να 'χαμε κανένα κρύο μπυράκι ... παίζει να έχει τίποτα στο ψυγείο; - Μπύρα μπαα, άλλα έχω βάλει τσουτσουνάδα στην κατάψυξη αν θες.

  3. - Ρε καυλάντερ τι έγινε, το φάσωσες το γκομενάκι χτες ; - Άσε ψηλέ, μας κέρασε μία τσουτσουνάδα , γάμισέτα.

Extra-strengt τσουτσουνάδα (από Khan, 15/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified