Αδιάφορος, δε βάζει στενοχώρια, "αλαφρύς".

Έχει ένα γκαμσουζλούκι.. Ούτε που τον νοιάζει που του έκλεψαν το αυτοκίνητο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

Κατ΄αρχήν ΚΑΛΟΣΩΡΙΣΕΣ!
Κατα δεύτερο, δυό λογάκια παραπάνω στον ορισμό, πχ πού (σε ποια περιοχή) χρησιμοποιείται δεν θα βλάφτανε.

[Από τα σχόλιά σου, σε συνδυασμό με το nickname που πάει κατά tweenwallİkizler Duvar μεριά, υπόθεσα Έβρο. Αλλά δεν είναι εποχή για ντετεκτιβιλίκια]

#2
deinosavros

< τουρκ. gamsız < gam = έγνοιες, βάσανα.