Αδιάφορος, δε βάζει στενοχώρια, "αλαφρύς".
Έχει ένα γκαμσουζλούκι.. Ούτε που τον νοιάζει που του έκλεψαν το αυτοκίνητο.
Αδιάφορος, δε βάζει στενοχώρια, "αλαφρύς".
Έχει ένα γκαμσουζλούκι.. Ούτε που τον νοιάζει που του έκλεψαν το αυτοκίνητο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
2 comments
dryhammer
Κατ΄αρχήν ΚΑΛΟΣΩΡΙΣΕΣ!
Κατα δεύτερο, δυό λογάκια παραπάνω στον ορισμό, πχ πού (σε ποια περιοχή) χρησιμοποιείται δεν θα βλάφτανε.
[Από τα σχόλιά σου, σε συνδυασμό με το nickname που πάει κατά tweenwallİkizler Duvar μεριά, υπόθεσα Έβρο. Αλλά δεν είναι εποχή για ντετεκτιβιλίκια]
deinosavros
< τουρκ. gamsız < gam = έγνοιες, βάσανα.