μπορολιά (πληθ: μπορολιές)

Οι ικανότητες ή τα επιτεύγματα του μπορόλα, δηλ. αυτού που όλα τα μπορεί και τα καταφέρνει ή τουλάχιστον έτσι νομίζει ή θέλει να νομίζουν οι άλλοι.

- Τι μπορολιά έκανε πάλι ο δικός σου?!
- Για πε...
- Έβγαλε γκόμενα την ανιψιά του υπουργού και πήρε μετάθεση δίπλα στο σπίτι του!
- Τι με λες!?
- Ε ναι σε λέω.. Μεγάλο μπορόλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified