Η χασούρα. Το λέμε επίσης σχηματικά για τον εντελώς άχρηστο άνθρωπο. Φύρα είναι ο τύπος που θα μας ζημιώσει ακόμα και αν απλά είναι δίπλα μας.

Ο Γιώργος δεν ξέρει να κάνει τίποτα καλά στη ζωή του και θέλει και πάντα κέρασμα. Φύρα είναι ο πούστης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
dryhammer

αρχαϊστί "άχθος αρούρης"

#2
titsunited

φύρα η [fíra] Ο25 : 1. ελάττωση, απώλεια μέρους του όγκου, του βάρους ή της ποσότητας ορισμένων υλικών ή προϊόντων