Παστρικός, (ο) = Ο καθαρός.
Παστρικιά, (η) = Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη. Οι γυναίκες αυτές αναγκαστικά πλενόντουσαν συχνότερα.
Παράδειγμα: Ολα μές το σπίτι του Μήτσου είναι παστρικά (καθαρά).
Παράδειγμα: Αυτή θα παρς Γιορ; Αυτή ωρέ είναι παστρικιά!
Άι ρε παρτσακλό πάενε παρέκια μη σε κάνω νταούλ στο σκόπ!
1 comment
donmhtsos
Ὑπάρχει παστρικιὰ