Πατινός-πατινή-πατινό. (Όπως κοντινός, ακρινός, κορφινός).Αυτός-ή-ό που βρίσκεται στον πάτο, δηλαδή κάτω-κάτω.

Παράδειγμα εδώ Την πατινή πεζούλα (αναβαθμίδα, ζαγάδα) τής λογγάς, την πήρε το ποτάμι.

Got a better definition? Add it!

Published