Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.
Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.
Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.
Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.
Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.
Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.
Got a better definition? Add it!
Published
0 comments