Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.

Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.

Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.

Got a better definition? Add it!

Published