1) όταν μία ομάδα αντρών κάθονται σε έναν κυκλο, παίζοντας ο ένας το πουλί του άλλου

2) όταν ένα μάτσο πολυλογάδων - συνήθως πολιτικών - εμπλέκονται σε ένα debate αλλά καταλήγουν να συμφωνούν μεταξύ τους όλο και περισσότερο φτάνοντας τα όρια του πλεονασμού, χαιδεύοντας ο ένας τον εγωισμό του άλλου σαν μία προέκταση των γενετικών τους οργάνων (1)

Όταν πήγαινα κατασκήνωση κάναμε συχνά κυκλαύνανο με τους ομαδάρχες και τους υπόλοιπους κατασκηνωτές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified