Τα γομάκια (συνήθως στον πληθυντικό) είναι τα τρίμματα της γόμας, γνωστής και ως γομολάστιχας ή σβήστρας.
[...] έκανα συλλογή από τα τρίμματα της γόμας (αλλιώς τα γομάκια όπως τα έλεγα), [...]
Τα γομάκια (συνήθως στον πληθυντικό) είναι τα τρίμματα της γόμας, γνωστής και ως γομολάστιχας ή σβήστρας.
[...] έκανα συλλογή από τα τρίμματα της γόμας (αλλιώς τα γομάκια όπως τα έλεγα), [...]
Got a better definition? Add it!
Published
0 comments