Κατά τη μαύρη διάλεκτο στις Η.Π.Α.:
1. Αυτός που παραπονιέται συνέχεια.
2. Ο αδύναμος και φοβιτσιάρης άντρας.
3. Η γυναίκα ή ο άντρας που δεν χαίρει καμιάς εκτίμησης ή συμπάθειας.

  1. - You bitch at people? Is that all you do?
  2. - Dayum, youz a weak bitch if you lost that fight.
  3. - Dayum I hate that bitch! She's a bitch dude, off top!

The goal of a bitch. (από Galadriel, 02/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified