Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).

- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)

(από Khan, 05/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified