Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).
- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)
Αυτός που παίρνει ναρκωτικά (στα καλιαρντά).
- Έγκλημα, νταμίρα, φίφα, του μπερντέ. (= Εγκληματίας, ναρκομανής, μικροτσούτσουνος, και γαμάει μόνο επι πληρωμή)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
0 comments