(το) ουσ. [<μσν. γκατζολόπτερον] ράτσα κουνουπιού που απαντάται στον Νομό Έβρου.
- Τι καρούμπαλο είναι αυτό ρε! Έπεσες;
- Δεν είναι καρούμπαλο. Με τσίμπησε γκατζολόπτερο!
(το) ουσ. [<μσν. γκατζολόπτερον] ράτσα κουνουπιού που απαντάται στον Νομό Έβρου.
- Τι καρούμπαλο είναι αυτό ρε! Έπεσες;
- Δεν είναι καρούμπαλο. Με τσίμπησε γκατζολόπτερο!
Got a better definition? Add it!
0 comments