Η Μερσεντές, το Μερσεντικό, η Μερσέντα, με λίγα λόγια αυτό που οδηγούν οι Μερσεντεζοβολάνηδες και οι Μερσεντοσουσούδες.
Με το Μερσεντέ του μπαμπά έσκασε μύτη ο φλωρούμπας!
Η Μερσεντές, το Μερσεντικό, η Μερσέντα, με λίγα λόγια αυτό που οδηγούν οι Μερσεντεζοβολάνηδες και οι Μερσεντοσουσούδες.
Με το Μερσεντέ του μπαμπά έσκασε μύτη ο φλωρούμπας!
Got a better definition? Add it!
8 comments
Hank
Αν ο Δάκης διάβαζε slang.gr, το τραγούδι του θά ΄κανε καλύτερη ρίμα ως:
Θωρακισμένο Μερσεντέ,
εγώ δεν ονειρεύτηκα ποτέ,
κι όχι αυτόν τον slangically incorrect βαρβαρισμό: ποτέΣ!
Vrastaman
Πολλοί το αποκαλούν και Μερτσεντέ
protnet
Μερσεντέ είναι βασικά η γενική:
η Μερσεντές
της Μερσεντές*
τη Μερσεντέ
ω, Μερσεντές
οι Μερσεντέδες
των Μερσεντέδων
τις Μερσεντέδες
ω, Μερσεντέδες
protnet
@Χανκ: Χρόνια το λέω! Ή έστω, ας έβαζε και στα δύο ς
Khan
Νομίζω έβαλε και στα δύο -ς,
εγώ δεν ονειρεύτηκα ποτές
GATZMAN
!!
εμφάνιση ασιγματιστών;
protnet
@Χανκ: Έχεις απόλυτο δίκιο! (βλ. φρέσκο μήδι με πολύ ωραίο πίνακα από Ιερώνυμο Μπος)
allivegp
@protnet: Για την εκσεζητημένη χρήση της γενικής σε -ούς, υπάρχει και το παρακάτω:
Ο πισινός της Μυλωνούς
είναι του άνθρωπου ο νους.