Μπερτολούτσι (το), ουσιαστικό.

1) Χρησιμοποιείται κυρίως από θηλυπρεπείς άντρες (κοινώς: πουστράκια) για να δηλωθεί πως αυτό που φοράνε αντιπροσωπεύει το ακριβό, αηδιαστικό και πισωγλεντικό τους γουστο.

2) Συχνά με τον όρο «μπερτολουτσίστικος» χαρακτηρίζεται εκείνος που έχει χάσει την τιμή του (ο ξεπαρθενιασμένος) χωρίς όμως να το επιδιώκει.

Ευρέτης της σημαντικής αυτής λέξης ήταν ο ίδιος ο Αχιλλέας στη μονομαχία του με τον Έκτορα, ο τελευταίος χάραξε την πανάκριβη πανοπλία του ήρωά μας κι έτσι ο Big Άχι (δηλ. το τραβέλι) φώναξε με μανία:

- Μαλάκα! Το Μπερτολούτσι!!! Σε γάμησα!
- Σιγά το Μπερτολούτσι, πλασιόν είναι, απο τους μαύρους ΤΟ έχεις πάρει (λάθος του Έκτορα, ήθελε να πει «τον»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified