Τρισύνθετη λέξη αποτελούμενη από τις: 1. μαϊμού 2. μούτζα 3. λούκι. Συναντάται περισσότερο στον πληθυντικό αριθμό και χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα καραγκιοζιλίκια υπό τη συνοδεία κίνησης ή και στιγμιαίας πόζας, εκφράσεων προσώπου και γενικά προσποιητής γελοίας εικόνας που κατά βάθος κρύβει επιδειξιοπάθεια. Αυτός-ή που πράττει μαϊμουτζουλούκια είναι συνήθως ποζέρι και καραγκιόζ-μπερντές.

- ΓΚΟΟΟΟΟΟΟΟΛ
- Ποιος το 'βαλε;
- Ρονάλντο... κάποιες φορές τα μαϊμουτζουλούκια εντός γηπέδων αποδίδουν. - Τι εννοείς «εντός γηπέδων»;
- Ότι τα κάνει και εκτός, για διαφημιστικές καμπάνιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified