Από το σωστός + τοστ. Σημαίνει σωστό(ς) και υποδηλώνει την αναγνώριση μιας πράξης, μιας κουβέντας κτλ. Όσο περισσότερα ο, τόσο περισσότερο σωστός.

- Ε, μ' αυτά που μου είπε την παράτησα...
- Σωστόοοοοοοστ...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified