1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.

1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα... -Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified