Εμπλουτισμένο - ως επί το πλείστον - φαγοπότι που συνοδεύει συνήθως τοξοβολάρειν με πενιές κατά προτίμηση απάνου στα βουνά

πιώμα - μασάω - μπουκώνω

Το ερχόμενο Σαββάτο μουσική πιωμασαμπούκα με τοξοβολές στους Άγιους Ασώματους!

Got a better definition? Add it!

Published