Πρόκειται για αστεϊστική αντωνυμία του waterproof (αδιάβροχο).
Από το αγγλικό water (νερό) και το ρουφάω.
- Πήγα χθες παραλία και ξέχασα ο μπινές να βγάλω το ρολόι μου... - Και; Τι έγινε; Χάλασε; - Γαμησέ τα. Wateρουφ!
Got a better definition? Add it!
Published 2009-09-28 10:33:09+00:00 Last modified 2009-09-30 10:24:35+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.