Το «μα» στη γλώσσα μας αποτελεί αφενός ορκωτικό μόριο (μα το χριστό), αφεδύο είναι εναντιωματικός σύνδεσμος, ταυτόσημο με το «αλλά» (θέλω μα δεν μπορώ). Επίσης είναι δεύτερος τύπος της κτητικής αντωνυμίας εμά-μα, ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του ουδετέρου γένους.
Το «μου» είναι ο δεύτερος τύπος της γενικής της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» (εμού-μου).
Σλανγκικώς, η έκφραση χρησιμοποιείται ως δηλωτική ανούσιων δικαιολογιών συνοδευομένων από ακατάσχετη και χωρίς ειρμό φλυαρία κι αυτό διότι δεν υπάρχει ίχνος αληθείας στις αιτιάσεις αυτές.
(πάσα από xalikoutis σε αυτό το λήμμα ως σχόλιο.
... με την άδεια (;) του xalikoutis παραθέτω με κλόπυ πέιστ το σχόλιό του αυτούσιο δίκην παραδείγματος:
«Και μ' αρχίζει τα μα και μου, το και το του λέω, εδώ δεν είμαστ' ό,τι κι ό,τι, τη δουλειά θα την κάνεις έτσι κι έτσι του λέω, και πού και πού νά 'ρχεσαι και να μου λες πώς πάει...