Χρησιμοποιείται κυρίως για cafe-bar-restaurant στα οποία συχνάζουν συνήθως οι οικονομικά ευκατάστατοι. Κατά την χρήση συνήθως υπονοείται και ότι αυτά τα μαγαζιά είναι ξενέρωτα και βαρετά.

- Πάμε για κανένα ποτάκι στο .........;;
- Ωχ μωρέ δεν γουστάρω τα κυριλάδικα, πάμε κάπου χύμα...

Ο ναός του αγίου Κυρίλλου στο Μάλακ Ιζβόρ (Λόβετς, Βουλγαρία) είναι κυριλλάδικο με δύο λάμδα (από Khan, 24/11/10)

Βλέπε και κυριλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified