Περιγράφει το παντελόνι μιας φόρμας ή πυτζάμας, που έχει γίνει εξαιρετικά οικείο προς τον ιδιοκτήτη της, σε βαθμό του να δέχεται επισκέψεις σπίτι του φορώντας την. Είναι ένα άνετο ρούχο για το σπίτι που δεν απασχολεί ποτέ αν λερωθεί ή ξηλωθεί σε κάποιο σημείο: θα συνεχίσει να φοριέται έως ότου πλέον φτάσει να γίνει κουρέλι.

Ουσιαστικά είναι συνένωση των λέξεων φόρμα και ανέμελη.

  1. - Αμάν πια, θα έρθει κόσμος, εσύ ακόμα με τη φέρμελη είσαι;

  2. - Μαρία!!! Ποιός σου είπε να μου πλύνεις τη φέρμελη γαμώτο;

  3. - Καιρός να πετάξεις το κουρέλι, όλος ο κώλος σου είναι έξω. Κοίτα! Σου πήρα καινούρια φέρμελη! (lol)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified