Σύνθετη λέξη, από την αρχαιοελληνική λέξη θριξ (τριχ-ός) που σημαίνει «τρίχα», σηματοδοτεί οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το πρόσωπο Α και περιέχει τρίχες ενός προσώπου Β (βλ. πετσέτα, τυρόπιτα, τσιγάρο, κτλ).
- - Ρε μαλάκα έχεις ένα τσιγάρο;
- Πάρε αυτό που έχω στο αυτί, θα στρίψω άλλο για μένα.
- Αμάν ρε, πάλι το τριχουλέτο μου δίνεις;
καθώς και
- Μου άφησε το αμάξι τριχουλέτο.
όπως και
- - Ρε Γιωργάκη, καμιά πετσέτα έχεις να σκουπίσω τα σκατά από πάνω μου;
- Ναι ρε, πάρε τη δική μου, δίπλα στο καθρεφτόνι.
- Όχι το τριχουλέτο ρε ψηλέ!