Ο άνθρωπος που έχει αυνανιστεί σε κάθε ήπειρο και σε όλες τις μεγάλες πόλεις. Το να τον έχει παίξει καθώς οδηγούσε τράκτορα, είναι προαιρετικό.

Προέρχεται από το συνδυασμό του Globetrotter (=κοσμογυρισμένος) και της τρόμπας.

Globe- -trobber

-Αφού τον έπαιξα στην Αυστραλία, κοιτάζοντας γυμνές αράχνες, ένιωσα πλέον πραγματικός Globetrobber.

-Άμα δεν τον έχεις παίξει στην Ανταρκτική, γυμνός στα χιόνια με τους πιγκουίνους, Globetrobber δεν γίνεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified