Ο μίζερος (λατινικό miser, άθλιος, δυστυχής) έγινε, σαν αγγλικό ουσιαστικό, τσιγκούνης, δίπλα στο επίθετο miserable.

Ο Νικολάκης δεν πληρώνει ούτε στραγάλι. Μιλάμε για μεγάλο ματζίρη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified