Προέρχεται απο την αλβανική βρισιά Të qifsha ropt (τα τσίφσα ροπτ ελλ.) (μετ. σου γαμάω το σόι) < ουσιαστικοποιημένο ξενικό ρήμα.
Σημαίνει: 1. O πολύ μαλάκας που δε μπορεί να κάνει σχεδόν τίποτα σωστά. 2. Ένας αλβανός που σπάει τα νεύρα όλων
- -Κοίτα τον τσιφσαρόπτη τι κάνει ρε. -Ναι ρε ούτε να φάει μόνος του δε μπορεί
- -Αυτός ο τσιφσαρόπτης πάει και χουφτώνει ολα τα κορίτσια