[επίθετο -ος -η -ο] η αχτένιστη, με ατημέλητα μαλλιά, μη περιποιημένα, αφημένα από ανικανότητα, τσαπατσουλιά, βαρεμάρα κλπ. Χρησιμοποιείται για να κακοχαρακτηρίσει κάποια γυναίκα ως ατημέλητη, που δεν προσέχει την εμφάνιση της. Μεταφορικά χρησιμοποιείται και για ...ανάρμοστη συμπεριφορά.

Παράδειγμα εδώ "...που την βρήκες αυτήν την ατσάγκλιγη;", "Έτσι ατσάγκλιγη θα πας στην Εκκλησία;", "ατσάγκλιγη κι αρήμαγη" (δηλ. αχτένιστη και τρελή)

Got a better definition? Add it!

Published