Ψυχολογική κατάσταση ατομου που διέπεται από συναισθήματα θλιψης και οργής τα οποία πυροδοτουνται οταν φιλικα ή συγγενικά πρόσωπα προγραμματιζουν κοινωνικές συνευρέσεις απουσία του ατόμου.

Συναντάται συχνά σε άτομα που έχουν την επαγγελματική ιδιότητα του ψυχολόγου και ως απόρροια αυτού κ της ψυχοκοινωνικής τους ιδιοσυγκρασίας, ο αποκλεισμός τους επηρεάζει την ψυχική τους διαθεση με αποτέλεσμα την επιθετικη συμπεριφορά προς τα κοντινά πρόσωπα.

Εκφράζεται με εκρήξεις οργης, αποτομο πακετάρισμα για φυγή απο την Κύθνο, ακραίες γλυκουλιές, ψυχωτικά επεισόδια, σπασμωδικές αντιδράσεις και ακατάληπτο λόγο.

Λείπει ενα πλακάκι απο το καινούριο μου μπάνιο. Πως θα το αντικαταστησω;

Επαθα φομο. Μπατσελορ του γκονζο αυτοί; Βερολίνο εγω με τυχαία προσωπα.

Μαζωξη ραχατι εσεις χωρίς να πειτε τιποτα; Θα ειμαι διπλα εγω με παιδικές μου φιλες

Τα άτομα με φόμο δυνανται να απουσιάσουν απο κοινωνική συνεύρεση στην μοναδική περίπτωση ύπαρξης κατσαρίδας η και υποψίας αυτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified