Τσοτσαρε η αλλιώς έπαθε τσοτσο σημαίνει ότι σταμάτησε να λειτουργεί η επαθε καποια βλάβη. Χρησιμοποίητε για μηχανήματα αλλά και όταν κάποιος μπερδεύει την γλώσσα του. Με μια λέξη χάλασε.

Ο υπολογιστής μου τσοτσαρε.

Γιώργος: Τι ωρα έχουμε σήμερα.

Γιάννης: Τσοτσαρες λιγο

Got a better definition? Add it!

Published